- πολύκληρος
- και δωρ. τ. πολύκλαρος, -ον, Α1. αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος («ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ' ἐμῆς ἀρετῆς», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κλῆρος (πρβλ. ολιγό-κληρος)].
Dictionary of Greek. 2013.